πάρσιμο — το 1. το να παίρνει κανείς κάτι 2. η άλωση («το πάρσιμο τής Πόλης») 3. το να καταστεί μια επιφάνεια μικρότερη με κόψιμο («το πάρσιμο τού μανικιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παρ τής υποτακτικής αορ. πάρω τού παίρνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] … Dictionary of Greek
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
έπαρσις — ἔπαρσις, η (Μ) [επαίρνω < επαίρω] κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῡ κάστρου») … Dictionary of Greek
επαρμός — ἐπαρμός, ο (Μ) [επαίρνω < επαίρω] κατάληψη, άλωση, πάρσιμο … Dictionary of Greek
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
παρμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παίρνω, το πάρσιμο, η άλωση, η κατάληψη 2. η παρμάρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. (να) πάρω τού παίρνω + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
αιμοληψία — η (ιατρ.), το πάρσιμο αίματος από υγιή για μετάγγιση ή από άρρωστο για ανάλυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφαίρεση — η 1. το να παίρνει κανείς ένα μέρος από όλο, το πάρσιμο: Η αφαίρεση και του πιο μικρού πράγματος που ανήκει σ άλλον είναι κλεψιά. 2. μια από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής: Αφαίρεση είναι η πράξη στην οποία από δύο δοσμένους αριθμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)